ετερόγνης

ετερόγνης
ἑτερόγνης, ὁ (Α)
ο ετερογενής, ο αλλοεθνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -γν-ης, που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα γν- τής ρίζας γεν- τού γίγνομαι (πρβλ. ί-γνης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἑτερόγνης — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”